- παγοδρόμος
- οεκείνος που κάνει παγοδρομία, που ασχολείται με παγοδρομία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παγοδρόμος — ο αθλητής που ασχολείται με την παγοδρομία, πατινέρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + δρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
παγοδρομικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παγοδρομία ή στον παγοδρόμο («παγοδρομικοί αγώνες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παγοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
παγοδρόμιο — το 1. ειδικό γήπεδο, με μεγάλη παγωμένη και λεία επιφάνεια που χρησιμοποιείται για παγοδρομίες 2. τεχνητή αβαθής λίμνη στην οποία εκτελούνται παγοδρομίες, αφού ψυχθεί το νερό και παγώσει με τεχνητά μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παγοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται … Dictionary of Greek
παγοπέδιλο — το συν. στον πληθ. τα παγοπέδιλα ειδικά πέδιλα που καταλήγουν σε έλασμα με τα οποία ο παγοδρόμος γλιστρά πάνω στον πάγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + πέδιλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek